- ιταλικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιταλία και τους Ιταλούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἰταλικός — Italian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιταλικός — ή, ό (ΑΜ ἰταλικός, ή, όν, θηλ. και ἰταλίς) [Ιταλός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιταλία και στους Ιταλούς 2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Ιταλία νεοελλ. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ιταλική (ενν. γλώσσα), τα… … Dictionary of Greek
Σίλιος Ιταλικός, Τιβέριος Κάσιος — (Silius Italicus). Λατίνος ποιητής. Είναι πιθανό να γεννήθηκε το 25 ή 26 μ.Χ., και έγινε ύπατος το 68, στο τελευταίο έτος της βασιλείας του Νέρωνα. Το επικό του ποίημα Καρχηδονιακά αναφέρεται στο δεύτερο καρχηδονιακό πόλεμο και ποιοτικά είναι… … Dictionary of Greek
Ἰταλικά — Ἰταλικός Italian neut nom/voc/acc pl Ἰταλικά̱ , Ἰταλικός Italian fem nom/voc/acc dual Ἰταλικά̱ , Ἰταλικός Italian fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλικώτερον — Ἰταλικός Italian adverbial comp Ἰταλικός Italian masc acc comp sg Ἰταλικός Italian neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλικῶν — Ἰταλικός Italian fem gen pl Ἰταλικός Italian masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλικόν — Ἰταλικός Italian masc acc sg Ἰταλικός Italian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασαμέτζο — ιταλικός χορός τού 16ου αιώνα, διμερούς ρυθμού, τον οποίο υιοθέτησε ολόκληρη η Ευρώπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passamezzo] … Dictionary of Greek
ταραντέλα — Ιταλικός λαϊκός χορός. Ονομάστηκε έτσι από την πόλη Τάραντα. Το μουσικό του μέτρο είναι 6/8, 3/8 με τη χαρακτηριστική αδιάκοπη χρήση τρίηχων. Ο ρυθμός είναι γοργός. Συνοδεύεται από κιθάρες, ντέφι, καστανιέτες και κάποτε και από τραγούδι. Στον… … Dictionary of Greek
Ἰταλικαῖς — Ἰταλικός Italian fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)